- αμελκτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην άμελξη, που υποβοηθεί το άρμεγμα«αμελκτική μηχανή».[ΕΤΥΜΟΛ. < αμέλγω + παραγ. κατάλ. -τικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… … Dictionary of Greek